Greek Meaning of debauch
Ακολασία
Other Greek words related to Ακολασία
- υποτιμάω
- υποβαθμίζω
- ταπεινώνω
- διαφθείρω
- επιδεινώνω
- Αραίωση
- Ταπεινώνω
- ερείπια
- ανατρέπω
- ακυρώνω
- εξασθενώ
- ταπεινώνω
- καταστρέφω
- Έλκος
- φτηνύνω
- μολύνω
- ζημιά
- βεβηλώνω
- απογοήτευω
- ατίμωση
- βλάβη
- ταπεινός
- πόνος
- βλάπτω
- λιγώτερο
- ουλή
- ρυπαίνω
- βέβηλος
- ντροπή
- κηλίδα
- παραμόρφωση
- ναυάγιο
- μολύνω
- λερώνω
- Αμαύρωσι
- υποτιμώ
- κατέρχομαι
- ντροπή
- Υποβιβασμός
- Ελάττωμα
- χαλάω
- κηλίδα
- αφαιρώ
- μαυρίζω
- λεπτός
- Αραιώνω
Nearest Words of debauch
Definitions and Meaning of debauch in English
debauch (n)
a wild gathering involving excessive drinking and promiscuity
debauch (v)
corrupt morally or by intemperance or sensuality
debauch (n.)
To lead away from purity or excellence; to corrupt in character or principles; to mar; to vitiate; to pollute; to seduce; as, to debauch one's self by intemperance; to debauch a woman; to debauch an army.
Excess in eating or drinking; intemperance; drunkenness; lewdness; debauchery.
An act or occasion of debauchery.
FAQs About the word debauch
Ακολασία
a wild gathering involving excessive drinking and promiscuity, corrupt morally or by intemperance or sensualityTo lead away from purity or excellence; to corrup
υποτιμάω,υποβαθμίζω,ταπεινώνω,διαφθείρω,επιδεινώνω,Αραίωση,Ταπεινώνω,ερείπια,ανατρέπω,ακυρώνω
βελτιώνω,τροποποιώ,καλύτερος,ανυψώνω,βελτιώνω,ευγενίζω,εμπλουτίζω,υψώνω,τιμή,βελτιώνω
debatingly => Συζητώντας, debating => συζητώ, debater => ο συζητητής, debatement => συζήτηση, debatefully => Αντιφατική,