Greek Meaning of debating

συζητώ

Other Greek words related to συζητώ

Definitions and Meaning of debating in English

Webster

debating (p. pr. & vb. n.)

of Debate

Webster

debating (n.)

The act of discussing or arguing; discussion.

FAQs About the word debating

συζητώ

of Debate, The act of discussing or arguing; discussion.

Διασκεδαστικό,εξερεύνηση,στοχαστικός,ερώτηση,σπουδάζει,ζύγισμα,δεδομένου ότι,στοχαστικός,παρατηρώντας,αναθεώρηση

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω

debater => ο συζητητής, debatement => συζήτηση, debatefully => Αντιφατική, debateful => αμφισβητήσιμο, debated => συζήτησαν,