Greek Meaning of perpending

προετοιμάζω

Other Greek words related to προετοιμάζω

Definitions and Meaning of perpending in English

perpending

to be attentive, to reflect on carefully

FAQs About the word perpending

προετοιμάζω

to be attentive, to reflect on carefully

συζητώ,Διασκεδαστικό,εξερεύνηση,Κοιτάζοντας,στοχαστικός,ερώτηση,σπουδάζει,ζύγισμα,μασώντας,δεδομένου ότι

αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω

perpended => Λαξευμένος, perp => εγκληματίας, perorations => επίλογοι, perms => περμανάντ, permissions => δικαιώματα,