Greek Meaning of exploring

εξερεύνηση

Other Greek words related to εξερεύνηση

Definitions and Meaning of exploring in English

Webster

exploring (p. pr. & vb. n.)

of Explore

FAQs About the word exploring

εξερεύνηση

of Explore

εξετάζω,ερευνώντας,σκάψιμο (μέσα),επιθεωρώντας,κοιτάζω (προς),διερεύνηση,ερευνητική,σάρωση,σπουδάζει,προβολή

No antonyms found.

explorer's gentian => Γεντιανή του εξερευνητή, explorer => εξερευνητής, explorement => Εξερεύνηση, explored => εξερευνηθεί, explore => εξερευνώ,