FAQs About the word inquiring (into)

έρευνα (για)

to gather or collect information about (something)

(βαθύτερη διερεύνηση (σε),σκάψιμο (μέσα),εξετάζω,εξερεύνηση,ερευνώντας,κοιτάζω (προς),Check in,ελέγχει,διερεύνηση,ερευνητική

No antonyms found.

inquired (of) => ρώτησε (κάποιον), inquired (into) => ερωτήθηκε, inquire (of) => ερωτώ (για), inquire (into) => ρωτάω (για), inquests => Έρευνες,