Greek Meaning of innovatory

καινοτομικός

Other Greek words related to καινοτομικός

Definitions and Meaning of innovatory in English

innovatory

do something in a new way, to make changes, to effect a change in, to introduce something new, to introduce as or as if new

FAQs About the word innovatory

καινοτομικός

do something in a new way, to make changes, to effect a change in, to introduce something new, to introduce as or as if new

δημιουργικός,φανταστικός,καινοτόμο,καινοτόμος,Δημιουργικός,Έξυπνος,Χαρισματικός,ευφυής,πρωτότυπο,πρωτότυπος

μιμητικός,όχι δημιουργικός,φαντασίας,ανούσιος,όχι πρωτότυπο,στείρος,δίχως φαντασία,μη παραγωγικός

innovates => καινοτομεί, innocents => αθώοι, innocences => αθωότητα, innkeepers => πανδοχείς, inners => Εσωτερικά,