Greek Meaning of uninventive

δίχως φαντασία

Other Greek words related to δίχως φαντασία

Definitions and Meaning of uninventive in English

Wordnet

uninventive (s)

deficient in originality or creativity; lacking powers of invention

FAQs About the word uninventive

δίχως φαντασία

deficient in originality or creativity; lacking powers of invention

όχι δημιουργικός,φαντασίας,ανούσιος,όχι πρωτότυπο,μιμητικός,στείρος,μη παραγωγικός

Έξυπνος,δημιουργικός,φανταστικός,ευφυής,καινοτόμος,Δημιουργικός,πρωτότυπο,Χαρισματικός,καινοτόμο,καινοτομικός

uninucleated => μονοπύρηνος, uninucleate => μονοπύρηνος, unintrusive => διακριτικός, unintoxicated => μη μεθυσμένος, unintimidating => μη εκφοβιστικός,