Greek Meaning of resourceful

ευρηματικός

Other Greek words related to ευρηματικός

Definitions and Meaning of resourceful in English

Wordnet

resourceful (s)

having inner resources; adroit or imaginative

Webster

resourceful (a.)

Full of resources.

FAQs About the word resourceful

ευρηματικός

having inner resources; adroit or imaginativeFull of resources.

κατάλληλος,οξυδερκής,φωτεινό,εξαιρετικό,εγκεφαλικός,Έξυπνος,δημιουργικός,μορφωμένος,Εξαιρετικός.,γρήγορος

αναλφάβητος,Αμόρφωτος,απληροφόρητος,αμαθής,απρόσεκτος,απλοϊκός,παράλογο,γαϊδουρινό,χλιαρός,Εγκεφαλικός θάνατος

resource => πόρος, resoundingly => βροντερό, resounding => ηχηρός, resounded => αντήχησε, re-sound => ξαναηχώ,