Greek Meaning of highbrow

διανοουμενίστικος

Other Greek words related to διανοουμενίστικος

Definitions and Meaning of highbrow in English

Wordnet

highbrow (n)

a person of intellectual or erudite tastes

Wordnet

highbrow (s)

highly cultured or educated

FAQs About the word highbrow

διανοουμενίστικος

a person of intellectual or erudite tastes, highly cultured or educated

εγκεφαλικός,διανοούμενος,επιστημονικός,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,μπλε,μορφωμένος,μορφωμένος,Διανοουμενίστικος,διανοούμενος

χυδαίος,αντιδιανοητικός,Ακαλλιέργητος,αντιδιανοούμενος,αναλφάβητος,φιλισταίος,αργός,ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,Αγράμματος

high-bred => ευγενής, highboy => Υψηλός τύπος, highborn => ΗγAnlage: ανήτης, highboard => Υψηλό ντουλάπι, high-blown => υψηλοπρόσωπος,