Greek Meaning of didactic
διδακτικός
Other Greek words related to διδακτικός
Nearest Words of didactic
Definitions and Meaning of didactic in English
didactic (s)
instructive (especially excessively)
didactic (a.)
Alt. of Didactical
didactic (n.)
A treatise on teaching or education.
FAQs About the word didactic
διδακτικός
instructive (especially excessively)Alt. of Didactical, A treatise on teaching or education.
ομιλητικός,ομιλητικός,ενδεικτικός,ηθικολογικός,ηθικολογικός,διδακτικός,διδακτικός,συμβουλευτικός,δογματικός,δογματικός
No antonyms found.
did => έκανε, dicynodontia => Δικυνοδοντία, dicynodont => δισυνοδοντ, dicyemid => Δικυεμιδίδες, dicyemata => Δικύεμα,