Greek Meaning of preachy
διδακτικός
Other Greek words related to διδακτικός
Nearest Words of preachy
Definitions and Meaning of preachy in English
preachy (s)
inclined to or marked by tedious moralization
FAQs About the word preachy
διδακτικός
inclined to or marked by tedious moralization
διδακτικός,ηθικολογικός,ηθικολογικός,διδακτικός,δογματικός,ομιλητικός,ομιλητικός,ενδεικτικός,διδακτικός,νουθετώντας
No antonyms found.
preachment => κήρυγμα, preaching => κήρυγμα, preachify => κηρύσσω, preachification => κήρυγμα, preacher man => ιεροκήρυκας,