Greek Meaning of enlightening
διαφωτιστικός
Other Greek words related to διαφωτιστικός
- εκπαιδευτικό
- Εκπαιδευτικός
- φωτιστικός
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- εκπαιδευτικός
- ενδεικτικός
- επωφελής
- κουβεντιάζω
- επικοινωνιακή
- ολοκληρωμένο
- εποικοδομητικός
- άφθονος
- λεπτομερής
- εποικοδομητικός
- επεξηγηματικός
- επεξηγηματικός
- γεμάτος
- κουτσομπόλης
- χρήσιμος
- ενημερωτικός
- νέος
- Πρακτικός
- Κερδοφόρος
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- αξίζει τον κόπο
Nearest Words of enlightening
Definitions and Meaning of enlightening in English
enlightening (a)
tending to increase knowledge or dissipate ignorance
enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvement
FAQs About the word enlightening
διαφωτιστικός
tending to increase knowledge or dissipate ignorance, enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvement
εκπαιδευτικό,Εκπαιδευτικός,φωτιστικός,ενημερωτικός,ενημερωτικός,εκπαιδευτικός,ενδεικτικός,επωφελής,κουβεντιάζω,επικοινωνιακή
Ανέφικτο,μη διαφωτιστικό,Ανημέρωτο,διδακτικός,άχρηστος,άχρηστος,μη αποκαλυπτικός,Άχρηστο
enlightener => Φωτιστής, enlightened => διαφωτισμένος, enlighten => φωτίζω, enlight => φωτίζω, enleven => κλοπή,