Greek Meaning of enlarger
μεγεθυντής
Other Greek words related to μεγεθυντής
- επιταχύνω
- επεκτείνω
- αύξηση
- ανέβαινω
- οίδημα
- συσσωρεύω
- εκτιμώ
- μπαλόνι
- αναρριχώμαι
- Αναβάθμιση
- κέρδος
- Εντατικοποιώ
- τοποθετώ
- πολλαπλασιάζω
- Μανιτάρι
- πολλαπλασιάζομαι
- τυλίγω
- χιονόμπαλα
- διαδίδω
- κερί
- άνθηση
- Βλαστος
- χτίζω
- χύμα
- βλαστήσει
- διαστείλω
- αυξάνω
- φουσκώνω
- πήδα
- κορυφή
- φουσκώνω
- διπλασιάζω
- Πύραυλος
- πύραυλος
- αύξηση
Nearest Words of enlarger
Definitions and Meaning of enlarger in English
enlarger (n)
photographic equipment consisting of an optical projector used to enlarge a photograph
enlarger (n.)
One that enlarges.
FAQs About the word enlarger
μεγεθυντής
photographic equipment consisting of an optical projector used to enlarge a photographOne that enlarges.
επιταχύνω,επεκτείνω,αύξηση,ανέβαινω,οίδημα,συσσωρεύω,εκτιμώ,μπαλόνι,αναρριχώμαι,Αναβάθμιση
Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,υποχωρώ,Σύμβαση,μειώνω,μειώνομαι
enlargement => διεύρυνση, enlarged heart => Διευρυμένη καρδιά, enlarged => διευρυμένο, enlarge => διευρύνω, enlard => μεγάλα πουλιά,