Greek Meaning of enkindled

άναψε

Other Greek words related to άναψε

Definitions and Meaning of enkindled in English

Wordnet

enkindled (s)

set afire

Webster

enkindled (imp. & p. p.)

of Enkindle

FAQs About the word enkindled

άναψε

set afireof Enkindle

καμμένος,καμένο,άναψε,φωτισμένο,φλεγμονώδης,απολυμένος,Αναμμένο,φωτισμένο,φλεγμονώδης,αναμμένος

σβησμένος,σβήνω,σβησμένο,πνιγμένος,αμυδρό,έβρεξε,βρεγμένο,πνιγμένος,σβησμένο (έξω),Σφραγισμένο (έξω)

enkindle => Α ανάβω, enkidu => Ενκιδού, enki => Ενκι, enkerchiefed => με μαντήλι, enkephalin => Εγκεφαλίνες,