FAQs About the word cooked

μαγειρεμένο

having been prepared for eating by the application of heat

ψημένο,βρασμένος,Ψημένο,καμένο,τηγανητό,ψητό,θερμαινόμενο,Ψητός,Σοταρισμένο,Μαγειρεμένο σε φούρνο ή κατσαρόλα

Ωμός,σπάνιος,ωμό,Μη θερμανμένο

cooke => Κουκ, cookbook => Μαγειρική, cook up => μαγειρεύω, cook strait => Στενό του Κουκ, cook out => μπάρμπεκιου,