FAQs About the word sautéed

Σοταρισμένο

cooked by frying in a small amount of fat

ψημένο,βρασμένος,Μαγειρεμένο σε φούρνο ή κατσαρόλα,Ψημένο,καμένο,τηγανητό,ψητό,Ψητός,καμμένος,μαγειρεμένο

Ωμός,σπάνιος,ωμό,Μη θερμανμένο

saunters => Βολτάρει, sauces => σάλτσες, saucers => πιατάκια, satyrs => σάτυροι, saturations => κορεσμούς,