FAQs About the word did

έκανε

imp. of Do.

κατάλληλο,εξυπηρετείται,ήταν αρκετό,κατάλληλος,πήγε,ταιριαστό,φαινόταν,ήταν κατάλληλη,προσαρμοσμένο,Ήταν κατάλληλο.

απέτυχε,φειδωλός,προσβάλλω,ασυνάρτητος

dicynodontia => Δικυνοδοντία, dicynodont => δισυνοδοντ, dicyemid => Δικυεμιδίδες, dicyemata => Δικύεμα, dicyanide => Δικυανίδιο,