Greek Meaning of chuckleheaded

ηλίθιος

Other Greek words related to ηλίθιος

Definitions and Meaning of chuckleheaded in English

Webster

chuckleheaded (a.)

Having a large head; thickheaded; dull; stupid.

FAQs About the word chuckleheaded

ηλίθιος

Having a large head; thickheaded; dull; stupid.

απλός,αργός,παχύς,Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,τρελός,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος,βαρετό

οξύς,κατάλληλος,οξυδερκής,φωτεινό,εξαιρετικό,Έξυπνος,γρήγορος,ευφυής,διορατικός,διανοούμενος

chuckled => γέλασε, chuckle => γελώ, chucking => σύσφιξη, chuckhole => λακκούβα, chuck-full => κατάμεστος,