Greek Meaning of unintellectual

αμόρφωτος

Other Greek words related to αμόρφωτος

Definitions and Meaning of unintellectual in English

unintellectual

not intellectual

FAQs About the word unintellectual

αμόρφωτος

not intellectual

Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,πυκνό,αναλφάβητος,χυδαίος,ανόητος,αδέξιος,αμβλύ,Αμόρφωτος,απληροφόρητος

οξύς,εγκεφαλικός,Ευρυμαθής,ευφυής,διανοούμενος,με γνώσεις,εγγράμματος,επιστημονικός,σκέψη,οξυδερκής

uninhibitedness => Ανεξέλεγκτο, uningratiating => δυσάρεστος, uniformities => ομοιομορφίες, uniforming => ενστόλιση, unifications => Ενοποιήσεις,