Greek Meaning of unhooking
ξεκρέμασμα
Other Greek words related to ξεκρέμασμα
- προσάρτηση
- συνδέω
- κάμψη
- σφίξιμο
- στερέωση
- επιδιόρθωση
- κρεμαστό
- δέσιμο
- προσκολλημένος
- κεραυνοβολία
- σύσφιξη
- σφίγγοντας
- πριτσίνωμα
- αποκόμματα
- κόλληση
- εκμετάλλευση
- ένταξη
- κορδόνια
- μαστίγωμα
- μπλοκάρισμα
- σύνδεση
- κάρφωμα
- επικόλληση
- στερέωση
- γύψωμα
- συναρπαστικό
- βίδωμα
- δεσμώτης
- κολλώδης
- σωματώδης
- τακάρισμα
- αντιμετώπιση
- συνένωση
- ζυγός
- σφίξιμο
- συνδεόμενο
- Κόλλημα
- συρραφή
- δέσιμο
- εναλλαγή
- Χάψινγκ
- συνεταιρίζομαι
Nearest Words of unhooking
Definitions and Meaning of unhooking in English
unhooking
to remove from a hook, to unfasten by disengaging a hook, to free from a habit or dependency, to unfasten the hooks of
FAQs About the word unhooking
ξεκρέμασμα
to remove from a hook, to unfasten by disengaging a hook, to free from a habit or dependency, to unfasten the hooks of
αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαχωρισμός,σχίση,ακύρωση,ξεκούμπωμα,διαχωρισμός,διαχωρισμός
προσάρτηση,συνδέω,κάμψη,σφίξιμο,στερέωση,επιδιόρθωση,κρεμαστό,δέσιμο,προσκολλημένος,κεραυνοβολία
unhitching => απόσπαση, unhitches => Ξεσύνδεση, unhitched => ξεκουμπωμένος, unhistorical => ανιστόρητος, unhip => Αξεπέραστος,