Greek Meaning of hasping

Χάψινγκ

Other Greek words related to Χάψινγκ

Definitions and Meaning of hasping in English

Webster

hasping (p. pr. & vb. n.)

of Hasp

FAQs About the word hasping

Χάψινγκ

of Hasp

προσκολλημένος,προσάρτηση,συνδέω,κεραυνοβολία,σύσφιξη,σφίξιμο,σφίγγοντας,πριτσίνωμα,αποκόμματα,στερέωση

αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,ακύρωση

hasped => ασφαλισμένο με μάνταλο, hasp => μάνταλο, haslet => χασλέτ, hask => σσσσσ, hasidism => Χασιδισμός,