Greek Meaning of belaying

δέσιμο

Other Greek words related to δέσιμο

Definitions and Meaning of belaying in English

Webster

belaying (p. pr. & vb. n.)

of Belay

FAQs About the word belaying

δέσιμο

of Belay

πριτσίνωμα,αποκόμματα,στερέωση,στερέωση,δέσιμο,σφίξιμο,δέσιμο,προσκολλημένος,προσάρτηση,τάβλα

αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,χαλάρωση,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,χωρίζοντας

belayed => καθυστερημένος, belay => ασφαλίζει, belaud => επαινέω, belau => Παλάου, belating => καθυστέρηση,