Greek Meaning of belaying
δέσιμο
Other Greek words related to δέσιμο
- πριτσίνωμα
- αποκόμματα
- στερέωση
- στερέωση
- δέσιμο
- σφίξιμο
- δέσιμο
- προσκολλημένος
- προσάρτηση
- τάβλα
- κάμψη
- κεραυνοβολία
- κουμπιά
- σύσφιξη
- σφίξιμο
- σφίγγοντας
- επιδιόρθωση
- κόλληση
- κρεμαστό
- ένταξη
- μαστίγωμα
- μπλοκάρισμα
- γύψωμα
- βίδωμα
- κολλώδης
- σωματώδης
- τακάρισμα
- αντιμετώπιση
- συνδεόμενο
- επισκευάζω
- Κόλλημα
- συρραφή
- εκμετάλλευση
- Χάψινγκ
- κορδόνια
- σύνδεση
- κάρφωμα
- επικόλληση
- συναρπαστικό
- δεσμώτης
- συνένωση
- ζυγός
- συνεταιρίζομαι
- Επανασύνδεση
- επανακαθήλωση
- Αντασφάλιση
- εναλλαγή
Nearest Words of belaying
Definitions and Meaning of belaying in English
belaying (p. pr. & vb. n.)
of Belay
FAQs About the word belaying
δέσιμο
of Belay
πριτσίνωμα,αποκόμματα,στερέωση,στερέωση,δέσιμο,σφίξιμο,δέσιμο,προσκολλημένος,προσάρτηση,τάβλα
αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,χαλάρωση,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,χωρίζοντας
belayed => καθυστερημένος, belay => ασφαλίζει, belaud => επαινέω, belau => Παλάου, belating => καθυστέρηση,