Greek Meaning of belay
ασφαλίζει
Other Greek words related to ασφαλίζει
- σφίγγω
- σφίγγω
- κλιπ
- δένω
- καρφίτσα
- Ιμάντας
- γραβάτα
- προσκολλώμαι
- επίθημα
- καδρόνι
- Λύγισμα
- μπουλόνι
- κουμπί
- σφιγ
- Κλιπ
- κούμπωμα
- συνδέω
- επισκευάζω
- Κόλλα
- κρέμασμα
- Ζυγός
- ενταχθούν
- Μάστιγα
- μάνταλο
- γύψος
- Περτσίνι
- βίδα
- δεσμός
- ραβδί
- καρφίτσα
- αντιμετωπίζω
- Εναλλαγή
- ζυγός
- προσαρμόζω
- επισκευή
- μάνταλο
- Δαντέλα
- σύνδεσμος
- Καρφί
- επικόλληση
- ξανακολλώ
- επανασυνδέω
- συνδετήρας
- ενωθείτε
- Ασφάλιση και πάλι
Nearest Words of belay
Definitions and Meaning of belay in English
belay (n)
something to which a mountain climber's rope can be secured
belay (v)
turn a rope round an object or person in order to secure it or him
fasten a boat to a bitt, pin, or cleat
belay (v. t.)
To lay on or cover; to adorn.
To make fast, as a rope, by taking several turns with it round a pin, cleat, or kevel.
To lie in wait for with a view to assault. Hence: to block up or obstruct.
FAQs About the word belay
ασφαλίζει
something to which a mountain climber's rope can be secured, turn a rope round an object or person in order to secure it or him, fasten a boat to a bitt, pin, o
σφίγγω,σφίγγω,κλιπ,δένω,καρφίτσα,Ιμάντας,γραβάτα,προσκολλώμαι,επίθημα,καδρόνι
χωρισμός,αποσύνδεση,αποσυνδέω,διαίρεση,Διαζύγιο,χαλαρός,χαλαρώνω,μέρος,ξεχωριστό,Κόβω
belaud => επαινέω, belau => Παλάου, belating => καθυστέρηση, belatedly => Αργοπορημένα, belated => καθυστερημένος,