Greek Meaning of belched

ρευομαι

Other Greek words related to ρευομαι

Definitions and Meaning of belched in English

Webster

belched (imp. & p. p.)

of Belch

FAQs About the word belched

ρευομαι

of Belch

έκανε εμετό,εκτοπισμένος,εκπεμπόμενος,εξερράγη,εκδιωκόμενος,χύθηκε,φτύσιμο,έφτυσε,φτύνω,εκτοξεύτηκε

περιεχομενη,συγκρατημένος,κλείνω (μέσα ή επάνω),καταπιεσμένος

belch => ρέψιμο, belaying pin => Μπόλτσος ασφάλισης, belaying => δέσιμο, belayed => καθυστερημένος, belay => ασφαλίζει,