Greek Meaning of eructed

ξέσπασε

Other Greek words related to ξέσπασε

Definitions and Meaning of eructed in English

eructed

belch

FAQs About the word eructed

ξέσπασε

belch

εκτοπισμένος,εκπεμπόμενος,εξερράγη,εκδιωκόμενος,κυκλοφόρησε,φτύσιμο,φτύνω,ρευομαι,έκανε εμετό,εκπνοή

περιεχομενη,συγκρατημένος,κλείνω (μέσα ή επάνω),καταπιεσμένος

errors => σφάλματα, erraticisms => σφάλματα, erraticism => αβεβαιότητα, errands => δουλειές, erotomania => ερωτομανία,