FAQs About the word eructing

ρευόμενο

belch

Ρεψίματα,εκτίναξη,εκπέμποντας,εκρηκτικός,Απέλαση,απόλυση,χύσιμο,Απελευθέρωση,εμέτου,φτύσιμο

περιέχοντας,συγκρατημένος,κλείσιμο (μέσα ή πάνω),εμφιάλωση

eructed => ξέσπασε, errors => σφάλματα, erraticisms => σφάλματα, erraticism => αβεβαιότητα, errands => δουλειές,