Greek Meaning of gushing
τρεχούμενο
Other Greek words related to τρεχούμενο
- κολακευτικό
- ορμητικός
- αγιογραφικός
- Αγιογραφικός
- λιπαρός
- ελαιούχος
- αποκρουστικός
- σαπουνάδα
- λιπαρός
- άφθονος
- τεχνητός
- αηδής
- επιδεικτικός
- σάλιασμα
- θερμός
- εξωφρενικός
- αφθονη
- σπάταλος
- νίκη
- ύπουλα
- άφθονος
- αγαπημένος
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- Ανανδρος
- μελόδραμα
- χυλώδης
- άφθονος
- υποκριτής
- σάλιο
- σάλιο
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
Nearest Words of gushing
Definitions and Meaning of gushing in English
gushing (s)
flowing profusely
uttered with unrestrained enthusiasm
extravagantly demonstrative
gushing (p. pr. & vb. n.)
of Gush
gushing (a.)
Rushing forth with violence, as a fluid; flowing copiously; as, gushing waters.
Emitting copiously, as tears or words; weakly and unreservedly demonstrative in matters of affection; sentimental.
FAQs About the word gushing
τρεχούμενο
flowing profusely, uttered with unrestrained enthusiasm, extravagantly demonstrativeof Gush, Rushing forth with violence, as a fluid; flowing copiously; as, gus
κολακευτικό,ορμητικός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σαπουνάδα,λιπαρός,άφθονος
σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος,ατέχναστος
gusher => πηγάζω, gushed => χύθηκε, gush => καταρράκτης, guru nanak => Γκουρού Νάνακ, guru => γκουρού,