Greek Meaning of slavering

σάλιο

Other Greek words related to σάλιο

Definitions and Meaning of slavering in English

Webster

slavering (p. pr. & vb. n.)

of Slaver

Webster

slavering (a.)

Drooling; defiling with saliva.

FAQs About the word slavering

σάλιο

of Slaver, Drooling; defiling with saliva.

κολακευτικό,σάλιασμα,ορμητικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σαπουνάδα,λιπαρός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός

ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ανεπηρέαστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ειλικρινής

slaveries => δουλείες, slaverer => κόλακας, slavered => σκλαβωμένος, slaver => δουλέμπορος, slaveocracy => δουλοκρατία,