Greek Meaning of slavering
σάλιο
Other Greek words related to σάλιο
- κολακευτικό
- σάλιασμα
- ορμητικός
- λιπαρός
- ελαιούχος
- αποκρουστικός
- σαπουνάδα
- λιπαρός
- αγιογραφικός
- Αγιογραφικός
- σάλιο
- ύπουλα
- αηδής
- επιδεικτικός
- θερμός
- αφθονη
- τρεχούμενο
- Ανανδρος
- χυλώδης
- υποκριτής
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- άφθονος
- τεχνητός
- άφθονος
- αποπλιστικός
- αγαπημένος
- εξωφρενικός
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- σπάταλος
- Αριστερόχειρας
- μελόδραμα
- άφθονος
- Δίπρόσωπος
- νίκη
- γοητευτικός
Nearest Words of slavering
Definitions and Meaning of slavering in English
slavering (p. pr. & vb. n.)
of Slaver
slavering (a.)
Drooling; defiling with saliva.
FAQs About the word slavering
σάλιο
of Slaver, Drooling; defiling with saliva.
κολακευτικό,σάλιασμα,ορμητικός,λιπαρός,ελαιούχος,αποκρουστικός,σαπουνάδα,λιπαρός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός
ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ανεπηρέαστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ειλικρινής
slaveries => δουλείες, slaverer => κόλακας, slavered => σκλαβωμένος, slaver => δουλέμπορος, slaveocracy => δουλοκρατία,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)