FAQs About the word slaveholding

δουλοκτησία

the practice of owning slaves, allowing slaveryHolding persons in slavery.

No synonyms found.

No antonyms found.

slaveholder => ιδιοκτήτης δούλων, slaved => υποδουλωμένος, slaveborn => σκλαβογεννημένος, slave traffic => Εμπόριο σκλάβων, slave trader => Εμπόρος σκλάβων,