Greek Meaning of slaveholding
δουλοκτησία
Other Greek words related to δουλοκτησία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of slaveholding
- slaveholder => ιδιοκτήτης δούλων
- slaved => υποδουλωμένος
- slaveborn => σκλαβογεννημένος
- slave traffic => Εμπόριο σκλάβων
- slave trader => Εμπόρος σκλάβων
- slave trade => Εμπόριο σκλάβων
- slave state => Δουλοκρατική πολιτεία
- slave ship => Δουλεμπορικό πλοίο
- slave owner => Κύριος σκλάβων
- slave market => Δουλεμπόριο
Definitions and Meaning of slaveholding in English
slaveholding (n)
the practice of owning slaves
slaveholding (s)
allowing slavery
slaveholding (a.)
Holding persons in slavery.
FAQs About the word slaveholding
δουλοκτησία
the practice of owning slaves, allowing slaveryHolding persons in slavery.
No synonyms found.
No antonyms found.
slaveholder => ιδιοκτήτης δούλων, slaved => υποδουλωμένος, slaveborn => σκλαβογεννημένος, slave traffic => Εμπόριο σκλάβων, slave trader => Εμπόρος σκλάβων,