Greek Meaning of slaved
υποδουλωμένος
Other Greek words related to υποδουλωμένος
- κοπιαστικός
- εργάστηκε
- σφυρηλατημένο
- αγωνιζόταν
- ιδρωμένος
- δουλεύω σκληρά
- προσπάθησε
- κουρασμένος
- ξεθάφτηκε
- Κυφωτικός
- έσπευσε
- οργωμένο
- συνδεδεμένο
- ιδρώτας
- δούλευε
- δοκίμασε
- τράβηξε
- σκαμμένος (μακριά)
- Προσδεδεμένος (μακριά)
- δούλεψε σκληρά
- αγωνίστηκε
- επιδίωξε
- επιτέθηκε
- οδήγησε
- δοκίμασε
- ασκήθηκε
- ασκούσε
- μοχθώ
- Υπερκόπω
- τσαπατσουλιάζω
- μουτζούρες
- γρατζουνισµένος
- τεταμένος
- δούλευα
- περπατούσε με δυσκολία
- πέρασε ανάμεσα
- εφαρμοστέος (στον εαυτό του)
- χτυπήθηκε μακριά
- δουλεύω σκληρά (μακριά)
- εργατικός
- σκάψιμο
- εξήγαγε
- σφυρηλάτηση (μακριά)
- Βάστηξε την πλάτη
- συνέβαλε
- Ιδρώτας αίματος
- Ιδρώτας αίματος
- Χρεοκοπημενος
- παγωμένο
- καθυστερείν
- αδρανής
- τεμπέλιαζε
- αφήνω κάτι
- τεμπελιάζω
- Ξάπλωνε
- ξεκούραστος
- αποφύγω
- χαλάρωσε
- χαλάρωσε (πάνω)
- περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)
- ηλιοθεραπεία
- απογοητευμένος
- ασχολήθηκε
- κρεμασμένος
- κρεμασμένος (κρεμασμένη)
- κρεμόταν
- παίζεται
- χαλαρός
- ήρεμος
- περιπαίζω
- δίστασε
- μπερδεύουν
- τεμπελιάζει
- έκανε γκάφα
- χακαρισμένο (γύρω)
- Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- χαλάρωσε
- ξετυλιγμένο
- σκαλιγرافία
- ανόητα
- Άχρηστος
- χαζολογώντας (γύρω)
- ~~κρεμασμένος~~
- Χαντάκησε
- Έκανε μαimuδιές
- τριγύριζε
- Μαστόρευε (γύρω)
- φυτοζωώ
Nearest Words of slaved
- slaveborn => σκλαβογεννημένος
- slave traffic => Εμπόριο σκλάβων
- slave trader => Εμπόρος σκλάβων
- slave trade => Εμπόριο σκλάβων
- slave state => Δουλοκρατική πολιτεία
- slave ship => Δουλεμπορικό πλοίο
- slave owner => Κύριος σκλάβων
- slave market => Δουλεμπόριο
- slave driver => δουλέμπορος
- slave dealer => Έμπορος σκλάβων
Definitions and Meaning of slaved in English
slaved (imp. & p. p.)
of Slave
FAQs About the word slaved
υποδουλωμένος
of Slave
κοπιαστικός,εργάστηκε,σφυρηλατημένο,αγωνιζόταν,ιδρωμένος,δουλεύω σκληρά,προσπάθησε,κουρασμένος,ξεθάφτηκε,Κυφωτικός
Χρεοκοπημενος,παγωμένο,καθυστερείν,αδρανής,τεμπέλιαζε,αφήνω κάτι,τεμπελιάζω,Ξάπλωνε,ξεκούραστος,αποφύγω
slaveborn => σκλαβογεννημένος, slave traffic => Εμπόριο σκλάβων, slave trader => Εμπόρος σκλάβων, slave trade => Εμπόριο σκλάβων, slave state => Δουλοκρατική πολιτεία,