FAQs About the word pitched in

συνέβαλε

to contribute to a common endeavor, to contribute to a common task, to begin to work

συνεισέφερε,συνεισφέρω,δωρεά,έχει ξεκινήσει,παρέχειν (parexein),απονεμήθηκε,απονεμημένος,απονεμήθηκε,χαρισματικός,επιπλωμένος

No antonyms found.

pitch (upon) => τοποθετήστε (πάνω), pit-a-patting => χτύπος, pit-a-patted => χτυπώντας, pit vipers => Οχιές, pit bulls => Πίτμπουλ,