FAQs About the word pitching in

συνεισφορά

to contribute to a common endeavor, to contribute to a common task, to begin to work

συμβάλλοντα,Συνεισφέρειν,δωρίζω,ξεκινώντας,έχοντας τα μέσα,απονέμοντας,απονέμοντας,χορηγία,(διανέμοντας) διανέμοντας,ενδοση

No antonyms found.

pitches in => συνεισφέρει, pitches => βήματα, pitched into => έλαβε μέρος στην, pitched in => συνέβαλε, pitch (upon) => τοποθετήστε (πάνω),