Greek Meaning of awarding
απονέμοντας
Other Greek words related to απονέμοντας
Nearest Words of awarding
Definitions and Meaning of awarding in English
awarding (n)
a grant made by a law court
awarding (p. pr. & vb. n.)
of Award
FAQs About the word awarding
απονέμοντας
a grant made by a law courtof Award
αποθεώνοντας,τιμητικός,bermanfaat,επικαλούμενος,χαλάζι,επαινετικός,θυμάμαι,επευφημούν,χειροκροτώντας,αντιστάθμιση
Διακοπή (μαθημάτων),κλήση,πτώση,υπενθύμιση,κατάργηση,ανακλήσεις,ανάκληση,Κατάργηση,ακύρωση,ακύρωση
awarder => απονεμητής, awarded => απονεμήθηκε, award => βραβείο, awanting => ελλείπον, awaking => αφύπνιση,