Greek Meaning of remembering
θυμάμαι
Other Greek words related to θυμάμαι
Nearest Words of remembering
Definitions and Meaning of remembering in English
remembering (n)
the cognitive processes whereby past experience is remembered
remembering (p. pr. & vb. n.)
of Remember
FAQs About the word remembering
θυμάμαι
the cognitive processes whereby past experience is rememberedof Remember
υπενθύμιση,έχοντας υπόψη,ΑΝΑΚΑΛΩΝΤΑΣ,υπενθυμίζοντας,Ανάσυρση μνήμης (για),αναπαραγωγή,σκεφτόμενος (για),συναγωγή,προκλητικός,εναγόμενος
λήθη,αγνοώντας,αγνοώντας,ξεχνώ,Χάνοντας,Λανθασμένη ανάμνηση,χαμένος,παραμελώ,θέα,απομάθηση
rememberer => συσκευή μνήμης, remembered => θυμήθηκα, rememberable => αξιομνημόνευτος, remember oneself => θυμήσου τον εαυτό σου, remember => θυμάμαι,