Greek Meaning of eliciting

προκλητικός

Other Greek words related to προκλητικός

Definitions and Meaning of eliciting in English

Webster

eliciting (p. pr. & vb. n.)

of Elicit

FAQs About the word eliciting

προκλητικός

of Elicit

εναγόμενος,εμπνευσμένος,ετοιμότητα,συναγωγή,εξαγωγή,κέρδος,αποκτώντας,αποκτώντας,τράβηγμα,ανατροφή

αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,χαμένος,παραμελώ,θέα,διερχόμενος,προσπέραση

elicited => εκμαιευμένος, elicitation => έλξη, elicitate => εκμαιεύω, elicit => προκαλώ, elias howe => Ηλίας Χάου,