Greek Meaning of elided

εκλειφθείς

Other Greek words related to εκλειφθείς

Definitions and Meaning of elided in English

Webster

elided (imp. & p. p.)

of Elide

FAQs About the word elided

εκλειφθείς

of Elide

ακυρώθηκε,διαγραμμένο,διαγραμμένος,αφαιρέθηκε,ματαιωμένο,λογοκριμένος,διαγραμμένο,(επεξεργασμένο (έξω)),αποκομμένο,σκότωσα

διορθωμένο

elide => ελλείπω‎, eliciting => προκλητικός, elicited => εκμαιευμένος, elicitation => έλξη, elicitate => εκμαιεύω,