Greek Meaning of scratched (out)

Διαγραμμένο

Other Greek words related to Διαγραμμένο

Definitions and Meaning of scratched (out) in English

scratched (out)

to draw a line through (something that is written down)

FAQs About the word scratched (out)

Διαγραμμένο

to draw a line through (something that is written down)

γραμμένο,έγραψε,γραμμένο,συντεθειμένος,κατασκευασμένο,συνέταξε,εκτυπωμένο,καταγεγραμμένο,γραμμένο,Υπογεγραμμένο

διορθωμένο

scrapping => </br> παλιοσίδερα, scrappers => παλιοσυλλέκτες, scrapped => άχρηστο, scrapings => ξυσματα, scraping(s) => ξυστά,