Greek Meaning of edited (out)
(επεξεργασμένο (έξω))
Other Greek words related to (επεξεργασμένο (έξω))
- ακυρώθηκε
- διαγραμμένο
- διαγραμμένο
- Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο
- αποβλήθηκε
- σβησμένο
- γράφτηκε με μπλε μολύβι
- ματαιωμένο
- λογοκριμένος
- διαγραμμένο
- διαγραμμένος
- σκότωσα
- αφαιρέθηκε
- ριζωμένος
- Διαγραμμένο
- εξαλειφθεί
- x (έξω)
- διαγραμμένο
- [είμαι κουρασμένος]
- συντομευμένος
- λιποθύμησε
- μπιπ
- καθαρισμένος
- ψαλιδισμένο
- περικομμένος
- κόβω
- σβήστηκε
- εκλειφθείς
- εξαλειμμένος
- αποκομμένο
- εκκαθαρισμένο
- εξαγνισμένος
- πλυμένο
- εξαλείφθηκε
- σημειωμένο με κόκκινο μολύβι
- πειραγμένο
- διαγραμμένο
- συντομευμένο
- σιωπηλός
- καταπιεσμένη
Nearest Words of edited (out)
Definitions and Meaning of edited (out) in English
edited (out)
to remove (something, such as an unwanted word or scene) while preparing something to be seen, used, published, etc.
FAQs About the word edited (out)
(επεξεργασμένο (έξω))
to remove (something, such as an unwanted word or scene) while preparing something to be seen, used, published, etc.
ακυρώθηκε,διαγραμμένο,διαγραμμένο,Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο,αποβλήθηκε,σβησμένο,γράφτηκε με μπλε μολύβι,ματαιωμένο,λογοκριμένος,διαγραμμένο
διορθωμένο
edit (out) => επεξεργασία (έξω), edifices => κτιρίων, edifications => κτίρια, edicts => διατάγματα, edibles => Βρώσιμα,