Greek Meaning of edited (out)

(επεξεργασμένο (έξω))

Other Greek words related to (επεξεργασμένο (έξω))

Definitions and Meaning of edited (out) in English

edited (out)

to remove (something, such as an unwanted word or scene) while preparing something to be seen, used, published, etc.

FAQs About the word edited (out)

(επεξεργασμένο (έξω))

to remove (something, such as an unwanted word or scene) while preparing something to be seen, used, published, etc.

ακυρώθηκε,διαγραμμένο,διαγραμμένο,Υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο,αποβλήθηκε,σβησμένο,γράφτηκε με μπλε μολύβι,ματαιωμένο,λογοκριμένος,διαγραμμένο

διορθωμένο

edit (out) => επεξεργασία (έξω), edifices => κτιρίων, edifications => κτίρια, edicts => διατάγματα, edibles => Βρώσιμα,