Greek Meaning of obtaining

αποκτώντας

Other Greek words related to αποκτώντας

Definitions and Meaning of obtaining in English

Webster

obtaining (p. pr. & vb. n.)

of Obtain

FAQs About the word obtaining

αποκτώντας

of Obtain

Αποκτώντας,φτάνοντας,εισόδημα,κέρδος,θερίζοντας,αποκτώντας,κατασκευή,προμήθεια,συγκομιδή,προστασία

σύμφωνα με,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,Χάνοντας,πληρωμή,δήμευση,υποχωρητικός,παραιτούμαι,χωρίζοντας (με),εγκατάλειψη

obtainer => αποδέκτης, obtained => αποκτηθεί, obtainable => εφικτός, obtain => αποκτώ, obstupefy => Ναρκώνω,