Greek Meaning of achieving

επιτυγχάνοντας

Other Greek words related to επιτυγχάνοντας

Definitions and Meaning of achieving in English

Webster

achieving (p. pr. & vb. n.)

of Achieve

FAQs About the word achieving

επιτυγχάνοντας

of Achieve

φτάνοντας,κέρδος,κατασκευή,αποκτώντας,νίκη,Αποκτώντας,σακούλιασμα,σύλληψη,θερίζοντας,αποκτώντας

χαμένος,αποτυχία σε,Χάνοντας,δεν φτάνω σε (κάτι)

achiever => επιτυχημένος, achievement => επίτευγμα, achieved => επιτεύχθηκε, achieve => επιτύγχανω, achievance => επίτευγμα,