Greek Meaning of rivalling
ανταγωνιζόμενος
Other Greek words related to ανταγωνιζόμενος
Nearest Words of rivalling
Definitions and Meaning of rivalling in English
rivalling ()
of Rival
FAQs About the word rivalling
ανταγωνιζόμενος
of Rival
ανταγωνιστικός,Ανταγωνιστικός,αντίθετος,αντίθετο,ανταγωνιστικός,εμπόλεμος,Αντιφατικό,αντιφατικός,αντιφατικός,αντίθετος
ευχάριστος,φιλικός,συμβατός,φιλικός,αρμονικός,συγγενείς,ομόφωνα,ενωμένος,συνεταιρισμός,χωρίς τριβή
rivalled => αντίπαλος, rivality => ανταγωνισμός, rivaling => ανταγωνιστικός, rivaless => απαράμιλλος, rivaled => Αντίπαλος,