Greek Meaning of garnering

θερίζοντας

Other Greek words related to θερίζοντας

Definitions and Meaning of garnering in English

Webster

garnering (p. pr. & vb. n.)

of Garner

FAQs About the word garnering

θερίζοντας

of Garner

συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συναρμολόγηση,συλλογή,συνάντηση,περίφραξη,συνδυάζοντας,συγκέντρωση,ομαδοποίηση,ένταξη

διαλυτικός,διασπείρω,διαλυόμενος,διαλυτικός,διασκόρπιση,αποστολή,διαχωρίζοντας,αποσυντιθέμενος,απορρίπτω,διαχωρισμός

garnered => συγκέντρωσε, garner => θερίζω, garment-worker => Εργάτης του έτοιμου ενδύματος, garmenture => ένδυμα, garmentmaker => υφασματεργάτης,