Greek Meaning of sending

αποστολή

Other Greek words related to αποστολή

Definitions and Meaning of sending in English

Wordnet

sending (n)

the act of causing something to go (especially messages)

Webster

sending (p. pr. & vb. n.)

of Send

FAQs About the word sending

αποστολή

the act of causing something to go (especially messages)of Send

αποστολή,αποστολή,μεταφορά,εκπέμπομενος,μεταφορικός,αποστολή,μεταφέροντας,παράδοση,πτώση,Giving = Δίνοντας

Αποδεκτός,λήψη,Αποκτώντας,σχεδίαση,εισόδημα,κέρδος,αποκτώντας,αποκτώντας,προστασία,θερίζοντας

sendero luminoso => Φωτεινό μονοπάτι, sender => αποστολέας, sendee => παραλήπτης, sendal => Σανδάλι, send word => στέλνω λέξη,