FAQs About the word importing

εισαγωγή

the commercial activity of buying and bringing in goods from a foreign countryof Import, Full of meaning.

σημαντικό,έννοια,ζύγισμα,επηρεάζοντας,Φέρουσα ικανότητα,μέτρηση,Κόψιμο του πάγου,επιδραστικός,σημαντική,ανέρχεται (σε)

No antonyms found.

importer => εισαγωγέας, importee => εισαγωγέας, imported => εισαγόμενος, importation => Εισαγωγή, importantly => σημαντικά,