Greek Meaning of importunately

επίμονα

Other Greek words related to επίμονα

Definitions and Meaning of importunately in English

Wordnet

importunately (r)

in a beseeching manner

FAQs About the word importunately

επίμονα

in a beseeching manner

οξύς,επείγον,Διαμαρτυρία,πειστικός,κριτική,κλάμα,απελπισμένος,φρικτός,αναδυόμενος,απαιτητικός

τυχαίο,Χαμηλή πίεση,ανήλικος,αμελητέος,μη κρίσιμος,ασήμαντος,ασήμαντο,μη επείγον,ασφαλής,σταθερός

importunate => ενοχλητικός, importunacy => Εμμονή, importunable => Μη εισαγώγιμος, importless => ασήμαντος, importing => εισαγωγή,