Greek Meaning of crying
κλάμα
Other Greek words related to κλάμα
- οξύς
- επείγον
- επείγον
- καίγοντας
- πειστικός
- κριτική
- απελπισμένος
- φρικτός
- αναδυόμενος
- επιτακτικός
- ενοχλητικός
- επίμονος
- άμεσος
- έντονο
- σοβαρός
- Διαμαρτυρία
- κρίσιμος
- επικίνδυνο
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- ακραίο
- τάφος
- επικίνδυνος
- άμεσος
- αυταρχικός
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- απαραίτητος
- επικράτηση
- επικίνδυνος
- επισφαλής
- σοβαρός
- ασταθής
- Ζωτικός
Nearest Words of crying
Definitions and Meaning of crying in English
crying (n)
the process of shedding tears (usually accompanied by sobs or other inarticulate sounds)
crying (s)
demanding attention
conspicuously and outrageously bad or reprehensible
FAQs About the word crying
κλάμα
the process of shedding tears (usually accompanied by sobs or other inarticulate sounds), demanding attention, conspicuously and outrageously bad or reprehensib
οξύς,επείγον,επείγον,καίγοντας,πειστικός,κριτική,απελπισμένος,φρικτός,αναδυόμενος,επιτακτικός
τυχαίο,ανήλικος,αμελητέος,μη κρίσιμος,ασήμαντος,ασήμαντο,Χαμηλή πίεση,μη επείγον,ασφαλής,σταθερός
cryesthesia => κρυεστæσία, cry-baby tree => ιτιά θρηνωδός, crybaby tree => Κλαίουσα Ιτιά, crybaby => κλαψιάρης, cryaesthesia => κρυαισθησία,