Greek Meaning of importable

εμπορεύσιμος

Other Greek words related to εμπορεύσιμος

Definitions and Meaning of importable in English

Webster

importable (a.)

Capable of being imported.

Not to be endured; insupportable; intolerable.

FAQs About the word importable

εμπορεύσιμος

Capable of being imported., Not to be endured; insupportable; intolerable.

συνέπεια,σημασία,μέγεθος,σημασία,λογαριασμός,βαρύτητα,στιγμή,σημασία,δύναμη,κατάστημα

δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή,Ατιμία,ασήμαντοτητα,μικρότητα,μικροπρέπεια,ντροπή,μικρότητα,Ασημαντότητα

import duty => εισαγωγικοί δασμοί, import credit => εισαγόμενη πίστωση, import barrier => Εμπόδιο εισαγωγής, import => εισαγωγή, imporous => Αδιάβροχο,