Greek Meaning of essentiality
ουσιώδες
Other Greek words related to ουσιώδες
Nearest Words of essentiality
- essential tremor => Απαραίτητος τρόμος
- essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία
- essential oil => Αιθέριο έλαιο
- essential hypertension => Βασική υπέρταση
- essential condition => βασική προϋπόθεση
- essential amino acid => απαραίτητα αμινοξέα
- essential => ουσιαστικός
- essenism => εσσαϊσμός
- essenes => Εσσαίοι
- essene => Εσσαίος
Definitions and Meaning of essentiality in English
essentiality (n)
basic importance
essentiality (n.)
The quality of being essential; the essential part.
FAQs About the word essentiality
ουσιώδες
basic importanceThe quality of being essential; the essential part.
Ουσία,φύση,(είναι),εκδήλωση,πεμπτουσία,ψυχή,Ουσία,πτυχή,χαρακτηριστικό,κέντρο
No antonyms found.
essential tremor => Απαραίτητος τρόμος, essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία, essential oil => Αιθέριο έλαιο, essential hypertension => Βασική υπέρταση, essential condition => βασική προϋπόθεση,