Greek Meaning of personification
προσωποποίηση
Other Greek words related to προσωποποίηση
- εικόνα
- Ενσάρκωση
- εκδήλωση
- αφηρημένος
- άβαταρ
- ενσάρκωση
- επίτομη
- Ουσία
- εξωτερικεύω
- διάνοια
- εικονίδιο
- Εικονίδιο
- Ενσωμάτωση
- Στοιχειοθέτηση
- μοντέλο
- Αντικειμενοποίηση
- πραγμάτωση (pragmátosi)
- αρχέτυπο
- Ενσάρκωση
- ενσωματώνω
- παράδειγμα
- παραδειγματισμός
- παράδειγμα
- μοτίβο
- προσωποποίηση
- πεμπτουσία
- συνειδητοποίηση
- μετενσάρκωση
- ψυχή
- τεκμηρίωση
Nearest Words of personification
- personified => προσωποποιημένος
- personifier => προσωποποίηση
- personify => προσωποποιώ
- personifying => προσωποποιώντας
- personize => εξατομικεύω
- personnel => προσωπικό
- personnel carrier => Μεταφορέας Προσωπικού
- personnel casualty => απώλειες προσωπικού
- personnel department => τμήμα προσωπικού
- personnel office => τμήμα προσωπικού
Definitions and Meaning of personification in English
personification (n)
a person who represents an abstract quality
representing an abstract quality or idea as a person or creature
the act of attributing human characteristics to abstract ideas etc.
personification (n.)
The act of personifying; impersonation; embodiment.
A figure of speech in which an inanimate object or abstract idea is represented as animated, or endowed with personality; prosopop/ia; as, the floods clap their hands.
FAQs About the word personification
προσωποποίηση
a person who represents an abstract quality, representing an abstract quality or idea as a person or creature, the act of attributing human characteristics to a
εικόνα,Ενσάρκωση,εκδήλωση,αφηρημένος,άβαταρ,ενσάρκωση,επίτομη,Ουσία,εξωτερικεύω,διάνοια
No antonyms found.
personhood => Προσωπικότητα, personeity => προσωπικότητα, personator => µιμητής, personation => προσωποποίηση, personating => υποδυόμενος,