Greek Meaning of personhood

Προσωπικότητα

Other Greek words related to Προσωπικότητα

Definitions and Meaning of personhood in English

Wordnet

personhood (n)

being a person

FAQs About the word personhood

Προσωπικότητα

being a person

πλάσμα,τύπος,άτομο,ζωή,άντρας,πράγμα,μωρό,(είναι),πουλί,σώμα

ζώο,Θηρίο,κτήνος,βάρβαρος,πλάσμα

personeity => προσωπικότητα, personator => µιμητής, personation => προσωποποίηση, personating => υποδυόμενος, personated => προσωποποιημένος,